ὀπτάνιον

ὀπτάνιον
ὀπτάνιον
place for roasting
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οπτάνιον — ὀπτάνιον και ὀπτανεῑον και ὀπτανήϊον, τὸ (Α) 1. τόπος όπου μαγειρεύουν, μαγειρείο 2. φούρνος, κλίβανος 3. ξηρό ξύλο για καύση, καυσόξυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτανός. Οι τ. ὀπτανεῖον και ὀπτανήϊον μπορούν να εξηγηθούν ως παρ. τού ὀπτανεύς, αν ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • τοὐπτάνιον — ὀπτάνιον , ὀπτάνιον place for roasting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτανίοις — ὀπτάνιον place for roasting neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτανίου — ὀπτάνιον place for roasting neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτανίων — ὀπτάνιον place for roasting neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτανίῳ — ὀπτάνιον place for roasting neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπτανείον — ὀπτανεῑον, τὸ (Α) (δ. γρφ.) βλ. οπτάνιον …   Dictionary of Greek

  • οπτανικός — ὀπτανικός, ή, όν (Α) [οπτανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οπτάνιον* ή στον οπτανέα ή στην όπτηση, ο ψηστικός …   Dictionary of Greek

  • τουπτάνιον — τὸ, Α κράση αντί τo ὀπτάνιον …   Dictionary of Greek

  • τοὐπτανίου — ὀπτανίου , ὀπτάνιον place for roasting neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”